Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
wait waits

wait (en)

  • η αναμονή, η πράξη του περιμένω
    ⮡  We had a ten minutes’ wait at the station.
    Είχαμε δέκα λεπτών αναμονή στο σταθμό.
ενεστώτας wait
γ΄ ενικό ενεστώτα waits
αόριστος waited
παθητική μετοχή waited
ενεργητική μετοχή waiting

wait (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) περιμένω, μένω στο ίδιο σημείο μέχρι να έρθει κάποιος ή κάτι ή κάτι συμβαίνει
    ⮡  We are waiting for the bus at the stop.
    Περιμένουμε το λεωφορείο στη στάση.
    ⮡  I will wait for you to remember it.
    Θα περιμένω να το θυμηθείς.
    ⮡  Who/What are you waiting for?
    Ποιον/Τι περιμένεις;
    ⮡  I am waiting for Paul.
    Περιμένω τον Παύλο.
    ⮡  I waited to see what would happen.
    Περίμενα να δω τι θα συμβεί.
    ⮡  I don’t like to be kept waiting.
    Δε μου αρέσει να με κάνουν να περιμένω.
    ⮡  They had me waiting in the rain.
    Με είχαν και περίμενα στη βροχή.
    ⮡  Let him wait!
    Να περιμένει!
    ⮡  Will we wait for you have the free time?
    Θα περιμένουμε τώρα πότε να ευκαιρήσεις;
  2. (μεταβατικό και αμετάβατο) περιμένω, ελπίζω ή προσέχω να συμβεί κάτι, ειδικά για πολύ καιρό
    ⮡  That’s just what I’ve been waiting for!
    Αυτό ακριβώς περίμενα!
  3. (αμετάβατο) περιμένω, για πράγματα που είναι έτοιμα να τα έχει ή να τα χρησιμοποιήσει κάποιος
    ⮡  The food is waiting for us!
    Το φαγητό μας περιμένει!
  4. (αμετάβατο) περιμένω, κάτι μένει να αντιμετωπιστεί αργότερα γιατί δεν χρειάζεται άμεση δράση
    ⮡  This work can wait.
    Αυτή η δουλειά μπορεί να περιμένει.

Εκφράσεις

επεξεργασία

Παράγωγα

επεξεργασία