ενεστώτας wait on
γ΄ ενικό ενεστώτα waits on
αόριστος waited on
παθητική μετοχή waited on
ενεργητική μετοχή waiting on

  Ετυμολογία

επεξεργασία
wait on < → δείτε τις λέξεις wait και on

wait on (en)

  1. σερβίρω, εξυπηρετώ έναν πελάτη
    ⮡  Two minutes, I will wait on you!
    Δυο λεπτά, θα σας σερβίρω εγώ!
    ⮡  Have you been waited on?
    Εξυπηρετείστε;
    ⮡  Wait on the gentleman, please.
    Εξυπηρετείστε τον κύριο, παρακαλώ.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη serve
  2. (ανεπίσημο, ειδικά αμερικανικά αγγλικά) περιμένω να συμβεί κάτι πριν κάνω ή αποφασίσω κάτι
    ⮡  I am waiting on an answer/your opinion.
    Περιμένω μιαν απάντηση/τη γνώμη σου.