wait on
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | wait on |
γ΄ ενικό ενεστώτα | waits on |
αόριστος | waited on |
παθητική μετοχή | waited on |
ενεργητική μετοχή | waiting on |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαwait on (en)
- σερβίρω, εξυπηρετώ έναν πελάτη
- (ανεπίσημο, ειδικά αμερικανικά αγγλικά) περιμένω να συμβεί κάτι πριν κάνω ή αποφασίσω κάτι
- ⮡ I am waiting on an answer/your opinion.
- Περιμένω μιαν απάντηση/τη γνώμη σου.
- ⮡ I am waiting on an answer/your opinion.
Πηγές
επεξεργασία- wait on - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 784. ISBN 9780194325684., λήμμα: σερβίρω