Δείτε επίσης: ἐξυπηρετῶ

Ετυμολογία

επεξεργασία
ΔΦΑ : /e.ksi.pi.ɾeˈto/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εξυπηρετώ
παλιότερος συλλαβισμός: εξυπηρετώ

εξυπηρετώ, αόρ.: εξυπηρέτησα, παθ.φωνή: εξυπηρετούμαι, π.αόρ.: εξυπηρετήθηκα, μτχ.π.π.: εξυπηρετημένος

  1. παρέχω σε κάποιον μια υπηρεσία
  2. βολεύω

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία