εξυπηρετώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εξυπηρετώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐξυπηρετῶ, συνηρημένος τύπος του ἐξυπηρετέω < ἐξ + ὑπηρετέω (εξ-) + υπηρετώ)[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.ksi.pi.ɾeˈto/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐ξυ‐πη‐ρε‐τώ
- παλιότερος συλλαβισμός : εξ‐υ‐πη‐ρε‐τώ
Ρήμα
επεξεργασίαεξυπηρετώ, αόρ.: εξυπηρέτησα, παθ.φωνή: εξυπηρετούμαι, π.αόρ.: εξυπηρετήθηκα, μτχ.π.π.: εξυπηρετημένος
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη υπηρέτης
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εξυπηρετώ | εξυπηρετούσα | θα εξυπηρετώ | να εξυπηρετώ | εξυπηρετώντας | |
β' ενικ. | εξυπηρετείς | εξυπηρετούσες | θα εξυπηρετείς | να εξυπηρετείς | ||
γ' ενικ. | εξυπηρετεί | εξυπηρετούσε | θα εξυπηρετεί | να εξυπηρετεί | ||
α' πληθ. | εξυπηρετούμε | εξυπηρετούσαμε | θα εξυπηρετούμε | να εξυπηρετούμε | ||
β' πληθ. | εξυπηρετείτε | εξυπηρετούσατε | θα εξυπηρετείτε | να εξυπηρετείτε | εξυπηρετείτε | |
γ' πληθ. | εξυπηρετούν(ε) | εξυπηρετούσαν(ε) | θα εξυπηρετούν(ε) | να εξυπηρετούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εξυπηρέτησα | θα εξυπηρετήσω | να εξυπηρετήσω | εξυπηρετήσει | ||
β' ενικ. | εξυπηρέτησες | θα εξυπηρετήσεις | να εξυπηρετήσεις | εξυπηρέτησε | ||
γ' ενικ. | εξυπηρέτησε | θα εξυπηρετήσει | να εξυπηρετήσει | |||
α' πληθ. | εξυπηρετήσαμε | θα εξυπηρετήσουμε | να εξυπηρετήσουμε | |||
β' πληθ. | εξυπηρετήσατε | θα εξυπηρετήσετε | να εξυπηρετήσετε | εξυπηρετήστε | ||
γ' πληθ. | εξυπηρέτησαν εξυπηρετήσαν(ε) |
θα εξυπηρετήσουν(ε) | να εξυπηρετήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω εξυπηρετήσει | είχα εξυπηρετήσει | θα έχω εξυπηρετήσει | να έχω εξυπηρετήσει | ||
β' ενικ. | έχεις εξυπηρετήσει | είχες εξυπηρετήσει | θα έχεις εξυπηρετήσει | να έχεις εξυπηρετήσει | ||
γ' ενικ. | έχει εξυπηρετήσει | είχε εξυπηρετήσει | θα έχει εξυπηρετήσει | να έχει εξυπηρετήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε εξυπηρετήσει | είχαμε εξυπηρετήσει | θα έχουμε εξυπηρετήσει | να έχουμε εξυπηρετήσει | ||
β' πληθ. | έχετε εξυπηρετήσει | είχατε εξυπηρετήσει | θα έχετε εξυπηρετήσει | να έχετε εξυπηρετήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν εξυπηρετήσει | είχαν εξυπηρετήσει | θα έχουν εξυπηρετήσει | να έχουν εξυπηρετήσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εξυπηρετούμαι | εξυπηρετούμουν | θα εξυπηρετούμαι | να εξυπηρετούμαι | ||
β' ενικ. | εξυπηρετείσαι | εξυπηρετούσουν | θα εξυπηρετείσαι | να εξυπηρετείσαι | ||
γ' ενικ. | εξυπηρετείται | εξυπηρετούνταν | θα εξυπηρετείται | να εξυπηρετείται | ||
α' πληθ. | εξυπηρετούμαστε | εξυπηρετούμασταν εξυπηρετούμαστε |
θα εξυπηρετούμαστε | να εξυπηρετούμαστε | ||
β' πληθ. | εξυπηρετείστε | εξυπηρετούσασταν εξυπηρετούσαστε |
θα εξυπηρετείστε | να εξυπηρετείστε | εξυπηρετείστε | |
γ' πληθ. | εξυπηρετούνται | εξυπηρετούνταν | θα εξυπηρετούνται | να εξυπηρετούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εξυπηρετήθηκα | θα εξυπηρετηθώ | να εξυπηρετηθώ | εξυπηρετηθεί | ||
β' ενικ. | εξυπηρετήθηκες | θα εξυπηρετηθείς | να εξυπηρετηθείς | εξυπηρετήσου | ||
γ' ενικ. | εξυπηρετήθηκε | θα εξυπηρετηθεί | να εξυπηρετηθεί | |||
α' πληθ. | εξυπηρετηθήκαμε | θα εξυπηρετηθούμε | να εξυπηρετηθούμε | |||
β' πληθ. | εξυπηρετηθήκατε | θα εξυπηρετηθείτε | να εξυπηρετηθείτε | εξυπηρετηθείτε | ||
γ' πληθ. | εξυπηρετήθηκαν εξυπηρετηθήκαν(ε) |
θα εξυπηρετηθούν(ε) | να εξυπηρετηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω εξυπηρετηθεί | είχα εξυπηρετηθεί | θα έχω εξυπηρετηθεί | να έχω εξυπηρετηθεί | εξυπηρετημένος | |
β' ενικ. | έχεις εξυπηρετηθεί | είχες εξυπηρετηθεί | θα έχεις εξυπηρετηθεί | να έχεις εξυπηρετηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει εξυπηρετηθεί | είχε εξυπηρετηθεί | θα έχει εξυπηρετηθεί | να έχει εξυπηρετηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε εξυπηρετηθεί | είχαμε εξυπηρετηθεί | θα έχουμε εξυπηρετηθεί | να έχουμε εξυπηρετηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε εξυπηρετηθεί | είχατε εξυπηρετηθεί | θα έχετε εξυπηρετηθεί | να έχετε εξυπηρετηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν εξυπηρετηθεί | είχαν εξυπηρετηθεί | θα έχουν εξυπηρετηθεί | να έχουν εξυπηρετηθεί |
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ εξυπηρετώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας