βολεύω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- βολεύω < *εὐβολεύω < ελληνιστική κοινή εὐβολῶ (εὐβολέω, εὔβολος) για το εύστοχο ρίξιμο των ζαριών < εὖ + -βολος (βολή)[1][2]
Προφορά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαβολεύω, αόρ.: βόλεψα, παθ.φωνή: βολεύομαι, π.αόρ.: βολεύτηκα, μτχ.π.π.: βολεμένος, τριτοπρόσωπο βολεύει
- τακτοποιώ πράγματα, ώστε να χωρέσουν κάπου
- πρέπει να βολέψω όλα αυτά τα ντοσιέ στο γραφείο μου
- κάνω κάποιον να νιώσει άνετα, παρέχοντάς του χώρο
- περίμενε λίγο, μέχρι να σε βολέψω
- (μεταφορικά) εξασφαλίζω σε κάποιον εργασία
- μια χαρά τον βόλεψαν στο υπουργείο
- (μεταφορικά) βάζω κάποιον στη θέση του, του φέρομαι όπως του αξίζει
- θα σου τον βολέψω εγώ!
- (στο τρίτο πρόσωπο)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | βολεύω | βόλευα | θα βολεύω | να βολεύω | βολεύοντας | |
β' ενικ. | βολεύεις | βόλευες | θα βολεύεις | να βολεύεις | βόλευε | |
γ' ενικ. | βολεύει | βόλευε | θα βολεύει | να βολεύει | ||
α' πληθ. | βολεύουμε | βολεύαμε | θα βολεύουμε | να βολεύουμε | ||
β' πληθ. | βολεύετε | βολεύατε | θα βολεύετε | να βολεύετε | βολεύετε | |
γ' πληθ. | βολεύουν(ε) | βόλευαν βολεύαν(ε) |
θα βολεύουν(ε) | να βολεύουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | βόλεψα | θα βολέψω | να βολέψω | βολέψει | ||
β' ενικ. | βόλεψες | θα βολέψεις | να βολέψεις | βόλεψε | ||
γ' ενικ. | βόλεψε | θα βολέψει | να βολέψει | |||
α' πληθ. | βολέψαμε | θα βολέψουμε | να βολέψουμε | |||
β' πληθ. | βολέψατε | θα βολέψετε | να βολέψετε | βολέψτε | ||
γ' πληθ. | βόλεψαν βολέψαν(ε) |
θα βολέψουν(ε) | να βολέψουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω βολέψει | είχα βολέψει | θα έχω βολέψει | να έχω βολέψει | ||
β' ενικ. | έχεις βολέψει | είχες βολέψει | θα έχεις βολέψει | να έχεις βολέψει | έχε βολεμένο | |
γ' ενικ. | έχει βολέψει | είχε βολέψει | θα έχει βολέψει | να έχει βολέψει | ||
α' πληθ. | έχουμε βολέψει | είχαμε βολέψει | θα έχουμε βολέψει | να έχουμε βολέψει | ||
β' πληθ. | έχετε βολέψει | είχατε βολέψει | θα έχετε βολέψει | να έχετε βολέψει | έχετε βολεμένο | |
γ' πληθ. | έχουν βολέψει | είχαν βολέψει | θα έχουν βολέψει | να έχουν βολέψει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) βολεμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) βολεμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) βολεμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) βολεμένο |
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | βολεύομαι | βολευόμουν(α) | θα βολεύομαι | να βολεύομαι | ||
β' ενικ. | βολεύεσαι | βολευόσουν(α) | θα βολεύεσαι | να βολεύεσαι | ||
γ' ενικ. | βολεύεται | βολευόταν(ε) | θα βολεύεται | να βολεύεται | ||
α' πληθ. | βολευόμαστε | βολευόμαστε βολευόμασταν |
θα βολευόμαστε | να βολευόμαστε | ||
β' πληθ. | βολεύεστε | βολευόσαστε βολευόσασταν |
θα βολεύεστε | να βολεύεστε | (βολεύεστε) | |
γ' πληθ. | βολεύονται | βολεύονταν βολευόντουσαν |
θα βολεύονται | να βολεύονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | βολεύτηκα | θα βολευτώ | να βολευτώ | βολευτεί | ||
β' ενικ. | βολεύτηκες | θα βολευτείς | να βολευτείς | βολέψου | ||
γ' ενικ. | βολεύτηκε | θα βολευτεί | να βολευτεί | |||
α' πληθ. | βολευτήκαμε | θα βολευτούμε | να βολευτούμε | |||
β' πληθ. | βολευτήκατε | θα βολευτείτε | να βολευτείτε | βολευτείτε | ||
γ' πληθ. | βολεύτηκαν βολευτήκαν(ε) |
θα βολευτούν(ε) | να βολευτούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω βολευτεί | είχα βολευτεί | θα έχω βολευτεί | να έχω βολευτεί | βολεμένος | |
β' ενικ. | έχεις βολευτεί | είχες βολευτεί | θα έχεις βολευτεί | να έχεις βολευτεί | ||
γ' ενικ. | έχει βολευτεί | είχε βολευτεί | θα έχει βολευτεί | να έχει βολευτεί | ||
α' πληθ. | έχουμε βολευτεί | είχαμε βολευτεί | θα έχουμε βολευτεί | να έχουμε βολευτεί | ||
β' πληθ. | έχετε βολευτεί | είχατε βολευτεί | θα έχετε βολευτεί | να έχετε βολευτεί | ||
γ' πληθ. | έχουν βολευτεί | είχαν βολευτεί | θα έχουν βολευτεί | να έχουν βολευτεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι βολεμένος - είμαστε, είστε, είναι βολεμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν βολεμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν βολεμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι βολεμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι βολεμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι βολεμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι βολεμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία κάνω κάποιον να νιώσει άνετα
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ βολεύω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.