αβόλευτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /aˈvo.le.ftos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐βό‐λευ‐τος
Επίθετο
επεξεργασίααβόλευτος, -η, -ο
- που δεν έχει τακτοποιηθεί, ο ατακτοποίητος
- έχω το σπίτι αβόλευτο
- (αρνητ. σημασία) που δεν τον έχουν βολέψει, τακτοποιήσει σε επαγγελματική κυρίως θέση
- παρόλο που τον ψήφισαν, τους άφησε αβόλευτους
- που δεν μπορεί να βολευτεί, να τακτοποιηθεί, να ησυχάσει, να βρει ηρεμία
- αβόλευτο παιδί
Αντώνυμα
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αβόλευτος
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ αβόλευτος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
επεξεργασία- αβόλευτος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)