έχει τον αβόλευτο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΈκφραση
επεξεργασίαέχει τον αβόλευτο
- είναι ανήσυχος, δεν κάθεται
- ※ – Λίγο το τρακ, λίγο που με δώσατε κούκλα. Με κούκλα εγώ, δεν δύναμαι.
- – Με τί δύνασαι εσύ;
- – Με ψυχή αληθινή. Με πελάτισσα. Να με μιλάει, να έχει τον αβόλευτο, να μαθαίνω νέα της, να ξέρω αν έχει γκόμενο, τι δουλειά κάνει, από που ψωνίζει εσώρουχα, τι ζώδιο είναι, αν ακούει Lemonostifel. Να ξέρω τέλος πάντων.
- Τρίχες Κατσαρές #4 – Η Ρίτσα η κομμώτρια πέρασε το Σαββατοκύριακο μια βόλτα από το Κτήμα Γεροβασιλείου. Και τώρα πίνει!, thessalonikiartsandculture.gr
- ※ – Λίγο το τρακ, λίγο που με δώσατε κούκλα. Με κούκλα εγώ, δεν δύναμαι.
Μεταφράσεις
επεξεργασία έχει τον αβόλευτο
|
Πηγές
επεξεργασία- αβόλευτος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)