Ετυμολογία

επεξεργασία
έχει τον αβόλευτο < → δείτε τις λέξεις έχω και αβόλευτος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈe.çi ton‿aˈvo.le.fto/

  Έκφραση

επεξεργασία

έχει τον αβόλευτο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • αβόλευτοςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)