ανήσυχος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ανήσυχος < ελληνιστική κοινή ἀνήσυχος < ἀν- + αρχαία ελληνική ἥσυχος
ΕπίθετοΕπεξεργασία
ανήσυχος, -η, -ο
- που δεν είναι ήσυχος, που έχει αναστατωθεί ή ταραχτεί για κάτι
- ≈ συνώνυμα: αναστατωμένος, ταραγμένος
- ≠ αντώνυμα: ήσυχος, ήρεμος
- αεικίνητος
- που ψάχνει, που ερευνά, που δεν επαναπαύεται
- ≈ συνώνυμα: ερευνητικός
- ≠ αντώνυμα: αδιάφορος