Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο στάσιμος η στάσιμη το στάσιμο
      γενική του στάσιμου της στάσιμης του στάσιμου
    αιτιατική τον στάσιμο τη στάσιμη το στάσιμο
     κλητική στάσιμε στάσιμη στάσιμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι στάσιμοι οι στάσιμες τα στάσιμα
      γενική των στάσιμων των στάσιμων των στάσιμων
    αιτιατική τους στάσιμους τις στάσιμες τα στάσιμα
     κλητική στάσιμοι στάσιμες στάσιμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

στάσιμος < αρχαία ελληνική στάσιμος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈsta.si.mos/ αρσενικό
ΔΦΑ : /ˈsta.si.mi/ θηλυκό
ΔΦΑ : /ˈsta.si.mo/ ουδέτερο

  Επίθετο επεξεργασία

στάσιμος, -η, -ο

  1. που δεν μετακινείται
     συνώνυμα: ακίνητος
  2. που δεν μεταβάλλεται
     συνώνυμα: αμετάβλητος
  3. που δεν εξελίσσεται ή δεν προάγεται

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία