στάσιμος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- στάσιμος < αρχαία ελληνική στάσιμος
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈsta.si.mɔs/ αρσενικό
- ΔΦΑ : /ˈsta.si.mi/ θηλυκό
- ΔΦΑ : /ˈsta.si.mɔ/ ουδέτερο
ΕπίθετοΕπεξεργασία
στάσιμος, -η, -ο
- που δεν μετακινείται
- που δεν μεταβάλλεται
- που δεν εξελίσσεται ή δεν προάγεται
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
στάσιμος