• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

στασιμότητα

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η στασιμότητα οι στασιμότητες
      γενική της στασιμότητας των στασιμοτήτων
    αιτιατική τη στασιμότητα τις στασιμότητες
     κλητική στασιμότητα στασιμότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

στασιμότητα < στάσιμος < στάσις

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

στασιμότητα θηλυκό

  • το να είναι κανείς στάσιμος, η απουσία κίνησης, αλλαγής, εξέλιξης ή προόδου

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    στασιμότητα
  • αγγλικά : stagnancy (en)
  • γαλλικά : stagnation (fr)
  • ισπανικά : estancamiento (es)
  • πολωνικά : stagnacja (pl)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=στασιμότητα&oldid=5515106"
Τελευταία επεξεργασία στις 3 Φεβρουαρίου 2022, στις 20:07
Βικιλεξικό
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 3 Φεβρουαρίου 2022, στις 20:07.
  • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie