Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
στασιμότητα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
στασιμότητ
α
οι
στασιμότητ
ες
γενική
της
στασιμότητ
ας
των
στασιμοτήτ
ων
αιτιατική
τη
στασιμότητ
α
τις
στασιμότητ
ες
κλητική
στασιμότητ
α
στασιμότητ
ες
Κατηγορία
όπως «
σάλπιγγα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
στασιμότητα
<
στάσιμος
<
στάσις
Ουσιαστικό
επεξεργασία
στασιμότητα
θηλυκό
το να είναι κανείς
στάσιμος
, η απουσία
κίνησης
,
αλλαγής
,
εξέλιξης
ή
προόδου
Μεταφράσεις
επεξεργασία
στασιμότητα
αγγλικά
:
stagnancy
(en)
γαλλικά
:
stagnation
(fr)
ισπανικά
:
estancamiento
(es)
πολωνικά
:
stagnacja
(pl)