αλλαγή
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αλλαγή | οι | αλλαγές |
γενική | της | αλλαγής | των | αλλαγών |
αιτιατική | την | αλλαγή | τις | αλλαγές |
κλητική | αλλαγή | αλλαγές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αλλαγή < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἀλλαγή [1] < ἀλλάσσω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.laˈʝi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αλ‐λα‐γή
Ουσιαστικό
επεξεργασίααλλαγή θηλυκό
- η ενέργεια του αλλάζω
- ↪ έκανε μια αλλαγή στις ρυθμίσεις και έτρεξε την εφαρμογή ξανά
- το αποτέλεσμα του αλλάζω, η διαφορά που προκαλείται από την ενέργεια
- ↪ η αλλαγή στη συμπεριφορά του ήταν απροσδόκητη
- (φωνολογία) η αντικατάσταση αρχικού φωνήεντος με ένα άλλο [2]
- ↪ Στην τροπή της λέξης «εγγόνι» σε «αγγόνι» έχουμε αλλαγή με την τροπή άρθρωσης [e] > [a]
- → δείτε τους όρους πρόταξη, προτακτικός και αποβολή
Συνώνυμα
επεξεργασία- μεταβολή
- → δείτε και τις λέξεις σκάντζα, αντικατάσταση, μεταστροφή, παραλλαγή και ανταλλαγή
Υπώνυμα
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη αλλάζω
Σύνθετα
επεξεργασία- λήγουν σε -αλλαγή - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
Μεταφράσεις
επεξεργασία αλλαγή
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ αλλαγή - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ 2. Φωνολογία - Χατζησαββίδης, Σωφρόνης. Χατζησαββίδου, Αθανασία. Γραμματική νέας ελληνικής γλώσσας Γυμνασίου, χ.χ.