αλλαγή
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- αλλαγή < αρχαία ελληνική ἀλλαγή < ἀλλάσσω
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
αλλαγή θηλυκό
- η ενέργεια του αλλάζω
- έκανε μια αλλαγή στις ρυθμίσεις και έτρεξε την εφαρμογή ξανά
- το αποτέλεσμα του αλλάζω, η διαφορά που προκαλείται από την ενέργεια
- η αλλαγή στη συμπεριφορά του ήταν απροσδόκητη
- ...