Δείτε επίσης: ἀλλαγή
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αλλαγή οι αλλαγές
      γενική της αλλαγής των αλλαγών
    αιτιατική την αλλαγή τις αλλαγές
     κλητική αλλαγή αλλαγές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

αλλαγή θηλυκό

  1. η ενέργεια του αλλάζω
      έκανε μια αλλαγή στις ρυθμίσεις και έτρεξε την εφαρμογή ξανά
  2. το αποτέλεσμα του αλλάζω, η διαφορά που προκαλείται από την ενέργεια
      η αλλαγή στη συμπεριφορά του ήταν απροσδόκητη
  3. (φωνολογία) η αντικατάσταση αρχικού φωνήεντος με ένα άλλο [2]
      Στην τροπή της λέξης «εγγόνι» σε «αγγόνι» έχουμε αλλαγή με την τροπή άρθρωσης [e] > [a]
     δείτε τους όρους πρόταξη, προτακτικός και αποβολή

Συνώνυμα

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. αλλαγή - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. 2. Φωνολογία - Χατζησαββίδης, Σωφρόνης. Χατζησαββίδου, Αθανασία. Γραμματική νέας ελληνικής γλώσσας Γυμνασίου, χ.χ.