αναδόμηση
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- αναδόμηση < ανα- + δόμηση, (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική restructuration
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
αναδόμηση θηλυκό
- η ενέργεια του αναδομώ
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
αναδόμηση