αναδόμηση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αναδόμηση | οι | αναδομήσεις |
γενική | της | αναδόμησης* | των | αναδομήσεων |
αιτιατική | την | αναδόμηση | τις | αναδομήσεις |
κλητική | αναδόμηση | αναδομήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αναδομήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- αναδόμηση < ανα- + δόμηση, (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική restructuration
Ουσιαστικό επεξεργασία
αναδόμηση θηλυκό
- η ενέργεια του αναδομώ
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αναδόμηση
|