ανασχηματισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία- ανασχηματισμός < λόγια λέξη της καθαρεύουσας ἀνασχηματισμός < ἀνασχηματίζω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαανασχηματισμός αρσενικό
- η ενέργεια του ανασχηματίζω, η αλλαγή ενός συνόλου με νέα μέλη
- ο ανασχηματισμός της κυβέρνησης
Μεταφράσεις
επεξεργασία ανασχηματισμός