λόγια
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | 2ος πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|---|
αρσενικό | αρσενικό | ουδέτερο | ||||
ονομαστική | ο | λόγος | οι | λόγοι | τα | λόγια |
γενική | του | λόγου | των | λόγων | — | |
αιτιατική | τον | λόγο | τους | λόγους | τα | λόγια |
κλητική | λόγε | λόγοι | λόγια | |||
Η γνωστή μας γενική πληθυντικού λογιών ανήκει στο ελλειπτικό λογής. | ||||||
όπως «βράχος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- λόγια < δεύτερος πληθυντικός του ουσιαστικού λόγος
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
λόγια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- Αυτά που λέει κανείς.
- Οι λέξεις.
Επεξεργασία
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- άλλα λόγια ν΄ αγαπιόμαστε
- δεν έχω λόγια (να σ' ευχαριστήσω)
- λίγα λόγια
- λίγα τα λόγια σου
- λόγια του αέρα
- με άλλα λόγια
- με δυο λόγια
- στα λόγια μου έρχεσαι
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτουΕπεξεργασία
λόγια