λόγια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | 2ος πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|---|
αρσενικό | αρσενικό | ουδέτερο | ||||
ονομαστική | ο | λόγος | οι | λόγοι | τα | λόγια |
γενική | του | λόγου | των | λόγων | — | |
αιτιατική | τον | λόγο | τους | λόγους | τα | λόγια |
κλητική | λόγε | λόγοι | λόγια | |||
Η γενική πληθυντικού λογιών ανήκει στο ελλειπτικό λογής. | ||||||
Κατηγορία όπως «βράχος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία 1
επεξεργασία- λόγια: δεύτερος πληθυντικός του ουσιαστικού λόγος
Προφορά 1
επεξεργασίατυπογραφικός συλλαβισμός : λό‐για
Ουσιαστικό
επεξεργασίαλόγια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
Εκφράσεις
επεξεργασία- άλλα λόγια ν' αγαπιόμαστε
- δεν έχω λόγια (να σ' ευχαριστήσω)
- λίγα λόγια
- λίγα τα λόγια σου
- λόγια του αέρα
- με άλλα λόγια
- με δυο λόγια
- στα λόγια μου έρχεσαι
Παράγωγα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη λόγος
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΕτυμολογία 2
επεξεργασία- λόγια: κλιτικός τύπος και επίρρημα του λόγιος
Προφορά 2
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈlo.ʝi.a/ χωρίς συνίζηση
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λό‐γι‐α
Επίρρημα
επεξεργασίαλόγια
- (τροπικό επίρρημα) με λόγιο τρόπο
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαλόγια