Δείτε επίσης: λογιῶν, λογίων

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /loˈʝon/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λο‐γιών

  Ετυμολογία 1

επεξεργασία
λογιών: πληθυντικός του λογής, → δείτε και  το μεσαιωνικό λογιῶν

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

λογιών θηλυκό, γενική πληθυντικού (ελλειπτικό ουσιαστικό)

  1. ειδών, κατηγοριών
    ⮡  υπάρχουν δυο λογιών μηχανάκια, τα δίχρονα και τα τετράχρονα
  2. (με επανάληψη) λογιών λογιών: πολλών ειδών (για να δηλωθεί η ποικιλία)
    ⮡  μέσα στο παλιατζίδικο έβρισκε κανείς λογιών λογιών αντίκες

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Ετυμολογία 2

επεξεργασία
λογιών: κλιτικός τύπος

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

επεξεργασία

λογιών ουδέτερο