Δείτε επίσης: λογιῶν, λογίων

Ετυμολογία 1

επεξεργασία
λογιών: πληθυντικός του λογής,  δείτε και  το μεσαιωνικό λογιῶν

Ουσιαστικό

επεξεργασία

λογιών θηλυκό, γενική πληθυντικού (ελλειπτικό ουσιαστικό)

  1. ειδών, κατηγοριών
      υπάρχουν δυο λογιών μηχανάκια, τα δίχρονα και τα τετράχρονα
  2. (με επανάληψη) λογιών λογιών: πολλών ειδών (για να δηλωθεί η ποικιλία)
      μέσα στο παλιατζίδικο έβρισκε κανείς λογιών λογιών αντίκες

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Ετυμολογία 2

επεξεργασία
λογιών: κλιτικός τύπος

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

επεξεργασία

λογιών ουδέτερο