κατηγορία
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- κατηγορία < αρχαία ελληνική κατηγορία < κατήγορος < κατά + αγορεύω
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
κατηγορία θηλυκό
- η απόδοση μομφής σε κάποιον, η δήλωση ότι κάποιος είναι ένοχος για μια ενέργεια, διέπραξε κάτι επιβλαβές σε βάρος άλλου ή κάτι παράνομο ή κάτι ανήθικο
- η ομάδα στην οποία ανήκει ένα είδος, το σύνολο ομοίων πραγμάτων ή ιδεών