charge
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- charge < (κληρονομημένο) μέση αγγλική chargen < παλαιά γαλλική chargier < λατινική carricare < carrus
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
charge | charges |
charge (en)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η επιβάρυνση, η δαπάνη, το χρηματικό ποσό που ζητά κάποιος για αγαθά και υπηρεσίες
- ⮡ free of charge - χωρίς επιβάρυνση
- ⮡ for a small charge - έναντι μικρής δαπάνης
- (μη μετρήσιμο) υπεύθυνος, η θέση της εξουσίας πάνω σε κάποιον ή κάτι· η ευθύνη για κάποιον ή κάτι
- ⮡ Who is in charge of this store?
- Ποιος είναι υπεύθυνος σ' αυτό το μαγαζί;
- ⮡ Who is in charge of this store?
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η κατηγορία, η μήνυση, επίσημος ισχυρισμός της αστυνομίας ότι κάποιος έχει διαπράξει έγκλημα
- ⮡ She was cleared of every charge.
- Αθωώθηκε από κάθε κατηγορία.
- ⮡ The plaintiff eventually withdrew the charge.
- Ο ενάγων τελικά απέσυρε τη μήνυση.
- ⮡ She was cleared of every charge.
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) το ηλεκτρικό φορτίο
- ⮡ a positive/negative electric charge - Θετικό/αρνητικό ηλεκτρικό φορτίο
- η επέλαση, η έφοδος
- ⮡ a cavalry charge - επέλαση/έφοδος ιππικού
- (εραλδική) αντικείμενο που παριστάνεται σε ένα οικόσημο
Εκφράσεις
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαενεστώτας | charge |
γ΄ ενικό ενεστώτα | charges |
αόριστος | charged |
παθητική μετοχή | charged |
ενεργητική μετοχή | charging |
charge (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) χρεώνω, παίρνω, ζητώ ένα χρηματικό ποσό για αγαθά ή υπηρεσία
- ⮡ How much do you charge to fix a pair of shoes?
- Πόσο χρεώνετε/παίρνετε για να διορθώσετε ένα ζευγάρι παπούτσια;
- ⮡ How much do you charge to fix a pair of shoes?
- (μεταβατικό) χρεώνω, βάζω το κόστος κάτι ως ένα ποσό που κάποιος πρέπει να πληρώσει
- ⮡ Charge it to my account.
- Χρέωσέ το (Βάλτο) στο λογαριασμό μου.
- ⮡ Charge it to my account.
- (μεταβατικό και αμετάβατο) φορτίζω, φορτώνω, η φόρτιση, το φόρτωμα, εφοδιάζω μια μπαταρία, ένα συσσωρευτή κτλ. με ηλεκτρικό φορτίο
- ⮡ The generator is charging the car battery.
- Το δυναμό φορτίζει την μπαταρία του αυτοκινήτου.
- ⮡ I charged the battery.
- Φόρτισα την μπαταρία.
- ⮡ The battery needs charging.
- Η μπαταρία χρειάζεται φόρτιση/φόρτωμα.
- ⮡ The generator is charging the car battery.
- (μεταβατικό) κατηγορώ επίσημα κάποιον για έγκλημα, ώστε να υπάρξει δίκη στο δικαστήριο
- ⮡ He was charged with murder/with stealing the money.
- Κατηγορήθηκε για φόνο/ότι έκλεψε τα χρήματα.
- ⮡ He was charged with murder/with stealing the money.
- (μεταβατικό και αμετάβατο) επιτίθεμαι, ορμώ, χυμάω, επελαύνω, ορμάω μπροστά και επιτίθεμαι σε κάποιον ή κάτι
- (αμετάβατο) ορμώ προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση
- ⮡ He charged out of the room.
- Όρμησε έξω από το δωμάτιο.
- ⮡ She charged down the hill.
- Όρμησε κάτω στο λόφο.
- ⮡ He charged out of the room.
- (μεταβατικό, επίσημο, συνήθως στην παθητική φωνή) αναθέτω ένα καθήκον, μια αρμοδιότητα
- ⮡ He was charged with an important mission.
- Του ανατέθηκε μια σημαντική αποστολή.
- ⮡ He was charged with an important mission.
- (μεταβατικό, λογοτεχνικό, συνήθως στην παθητική φωνή) φορτίζω, γεμίζω κάποιον με ένα συναίσθημα
- ⮡ The atmosphere/the discussion was dangerously charged.
- Η ατμόσφαιρα/η συζήτηση φορτίστηκε επικίνδυνα.
- ⮡ The atmosphere/the discussion was dangerously charged.
Συγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
charge | charges |
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαcharge (fr) θηλυκό