Ετυμολογία

επεξεργασία

ορμώ, παθ. ορμώμαι

  1. κινούμαι με μεγάλη ταχύτητα προς συγκεκριμένη κατεύθυνση
  2. επιτίθεμαι, κινούμαι επιθετικά με μεγάλη ταχύτητα εναντίον συγκεκριμένου στόχου

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία