Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ορμώ < αρχαία ελληνική ὁρμάω - ὁρμῶ

  Ρήμα επεξεργασία

ορμώ, παθ. ορμώμαι

  1. κινούμαι με μεγάλη ταχύτητα προς συγκεκριμένη κατεύθυνση
  2. επιτίθεμαι, κινούμαι επιθετικά με μεγάλη ταχύτητα εναντίον συγκεκριμένου στόχου

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία