Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
attack attacks

attack (en)

  1. επίθεση
  2. (πληροφορική) η προσπάθεια εκμετάλλευσης κενού ασφαλείας ώστε να προσπελαστεί υπολογιστής
    → δείτε τη λέξη zero-day attack

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

Υπώνυμα επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

  Ρήμα επεξεργασία

ενεστώτας attack
γ΄ ενικό ενεστώτα attacks
αόριστος attacked
παθητική μετοχή attacked
ενεργητική μετοχή attacking

attack (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) επιτίθεμαι, χρησιμοποιώ βία για να προσπαθήσω να πληγώσω ή να σκοτώσω κάποιον
    Our dog attacked the mailman.
    Το σκυλί μας επιτέθηκε στον ταχυδρόμο.
  2. (μεταβατικό και αμετάβατο) επιτίθεμαι, χρησιμοποιώ όπλα εναντίον ενός εχθρού σε έναν πόλεμο
    He ordered us to attack.
    Διέταξε να επιτεθούμε.
  3. (μεταβατικό) επιτίθεμαι, επικρίνω αυστηρά κάποιον ή κάτι
    His wife attacked him because he was late.
    Του επιτέθηκε η γυναίκα του γιατί άργησε.

  Πηγές επεξεργασία