κενό ασφάλειας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κενό ασφάλειας < → δείτε τις λέξεις κενό και ασφάλεια < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική security hole
Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία
κενό ασφάλειας
- (πληροφορική) αδυναμία υπολογιστικού συστήματος, που επιτρέπει την πρόσβαση σε μη εξουσιοδοτημένο χρήστη
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
κενό ασφάλειας