σύστημα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σύστημα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σύστημα < συνίστημι, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική système και αγγλική system < αρχαία ελληνική σύστημα[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈsi.sti.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σύ‐στη‐μα
Ουσιαστικό
επεξεργασίασύστημα ουδέτερο
- σύνολο μερών ή πραγμάτων με στενή σχέση ενότητας ή αλληλεξάρτησης στην πραγμάτωση κάποιου στόχου, ή εργασίας, ή ισορροπίας.
- ⮡ σύστημα τροφοδοσίας κινητήριων μηχανών
- μέθοδος κατασκευής, σύνθεσης, ανάλυσης, ή λειτουργίας
- συνδυασμός επιλογής τρόπων λειτουργίας, εκπαίδευσης κ.λπ.
- ⮡ εκπαιδευτικό σύστημα
- ακολουθούμενη τακτική, ή θεωρία χωρίς παρέκκλιση
- ⮡ κατά σύστημα
- (πληροφορική) το υλικό (hardware) και το λογισμικό (software) ενός ηλεκτρονικού υπολογιστή
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαπληροφορική:
Μεταφράσεις
επεξεργασία σύστημα
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σύστημα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | σύστημᾰ | τὰ | συστήμᾰτᾰ |
γενική | τοῦ | συστήμᾰτος | τῶν | συστημᾰ́των |
δοτική | τῷ | συστήμᾰτῐ | τοῖς | συστήμᾰσῐ(ν) |
αιτιατική | τὸ | σύστημᾰ | τὰ | συστήμᾰτᾰ |
κλητική ὦ! | σύστημᾰ | συστήμᾰτᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | συστήμᾰτε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | συστημᾰ́τοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Πηγές
επεξεργασία- σύστημα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σύστημα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.