πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σύστημα τα συστήματα
      γενική του συστήματος των συστημάτων
    αιτιατική το σύστημα τα συστήματα
     κλητική σύστημα συστήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

σύστημα ουδέτερο

  1. σύνολο μερών ή πραγμάτων με στενή σχέση ενότητας ή αλληλεξάρτησης στην πραγμάτωση κάποιου στόχου, ή εργασίας, ή ισορροπίας.
      σύστημα τροφοδοσίας κινητήριων μηχανών
  2. μέθοδος κατασκευής, σύνθεσης, ανάλυσης, ή λειτουργίας
  3. συνδυασμός επιλογής τρόπων λειτουργίας, εκπαίδευσης κ.λπ.
      εκπαιδευτικό σύστημα
  4. ακολουθούμενη τακτική, ή θεωρία χωρίς παρέκκλιση
      κατά σύστημα
  5. (πληροφορική) το υλικό (hardware) και το λογισμικό (software) ενός ηλεκτρονικού υπολογιστή

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ σύστημᾰ τὰ συστήμᾰτ
      γενική τοῦ συστήμᾰτος τῶν συστημᾰ́των
      δοτική τῷ συστήμᾰτ τοῖς συστήμᾰσῐ(ν)
    αιτιατική τὸ σύστημᾰ τὰ συστήμᾰτ
     κλητική ! σύστημᾰ συστήμᾰτ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  συστήμᾰτε
γεν-δοτ τοῖν  συστημᾰ́τοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

ζητούμενο λήμμα