sistemo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sistemo | sistemoj |
αιτιατική | sistemon | sistemojn |
sistemo (eo)
- το σύστημα
- la sistemo ne bone funkcias - το σύστημα δεν λειτουργεί καλά