hardware
Αγγλικά (en)Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
hardware (en)
- σιδηρικά, είδη κιγκαλερίας
- (πληροφορική) υλικό, υλισμικό[1]
- συντομογραφία: HW, hw, H/W[1]
- (αργκό) το σιδερικό (πιστόλι)
ΑντώνυμαΕπεξεργασία
Πολυλεκτικοί όροιΕπεξεργασία
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
- hardware στην αγγλική Βικιπαίδεια