κιγκαλερία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κιγκαλερία < (άμεσο δάνειο) γαλλική quincaillerie < quincaille + -erie < clincaille < πρωτογερμανική *klinganą < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *gley- (κολλώ)
Ουσιαστικό
επεξεργασίακιγκαλερία θηλυκό
- η κοινή ονομασία για μεταλλικά αντικειμένα που χρησιμοποιούνται στην κατασκευή σπιτιού, όπως τα πόμολα, οι σύρτες, οι πρόκες κλπ.
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία κιγκαλερία