κατασκευή
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- κατασκευή < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κατασκευή < κατα- + σκευή
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
κατασκευή θηλυκό
- δημιουργία, φτιάξιμο, σύνθεση ενός πράγματος
- (μεταφορικά) τέχνασμα, επινόηση, μηχανορραφία
Επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη κατασκευάζω
ΣύνθεταΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
κατασκευή
ΠηγέςΕπεξεργασία
- λήγουν σε -κατασκευή - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)