κατασκευή
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- κατασκευή < αρχαία ελληνική κατασκευή < κατά + σκευή
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
κατασκευή θηλυκό
- δημιουργία, φτιάξιμο, σύνθεση ενός πράγματος
- (μεταφορικά) τέχνασμα, επινόηση, μηχανορραφία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
κατασκευή