ενεστώτας manufacture
γ΄ ενικό ενεστώτα manufactures
αόριστος manufactured
παθητική μετοχή manufactured
ενεργητική μετοχή manufacturing

manufacture (en)

  1. (μεταβατικό) κατασκευάζω, παρασκευάζω κάτι βιομηχανικά
    ⮡  Our factory manufactures 500 cars per day.
    Τα εργοστάσιό μας κατασκευάζει 500 αυτοκίνητα την ημέρα.
    ⮡  products manufactured in Greece - προϊόντα που παρασκευάζονται στην Ελλάδα
  2. κατασκευάζω κάτι πλαστό, ψευδές
    ⮡  This story was manufactured by our rivals.
    Η ιστορία αυτή κατασκευάστηκε από τους ανταγωνιστές μας.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη fabricate



  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
manufacture manufactures

manufacture (fr) θηλυκό