manufacture
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | manufacture |
γ΄ ενικό ενεστώτα | manufactures |
αόριστος | manufactured |
παθητική μετοχή | manufactured |
ενεργητική μετοχή | manufacturing |
Ρήμα
επεξεργασίαmanufacture (en)
- (μεταβατικό) κατασκευάζω, παρασκευάζω κάτι βιομηχανικά
- ⮡ Our factory manufactures 500 cars per day.
- Τα εργοστάσιό μας κατασκευάζει 500 αυτοκίνητα την ημέρα.
- ⮡ products manufactured in Greece - προϊόντα που παρασκευάζονται στην Ελλάδα
- ⮡ Our factory manufactures 500 cars per day.
- κατασκευάζω κάτι πλαστό, ψευδές
Πηγές
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
manufacture | manufactures |
manufacture (fr) θηλυκό