manufacture
Γαλλικά (fr)Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
manufacture | manufactures |
manufacture (fr) θηλυκό
Αγγλικά (en)Επεξεργασία
ΡήμαΕπεξεργασία
manufacture (en)
- κατασκευάζω (κάτι βιομηχανικά)
- κατασκευάζω (κάτι πλαστό, ψευδές)