Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βιοτεχνία οι βιοτεχνίες
      γενική της βιοτεχνίας των βιοτεχνιών
    αιτιατική τη βιοτεχνία τις βιοτεχνίες
     κλητική βιοτεχνία βιοτεχνίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βιοτεχνία οι βιοτεχνίες
      γενική της βιοτεχνίας των βιοτεχνιών
    αιτιατική τη βιοτεχνία τις βιοτεχνίες
     κλητική βιοτεχνία βιοτεχνίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

βιοτεχνία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική biotechnie < βιο- + -τεχνία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βιοτεχνία θηλυκό

  1. παραγωγικός κλάδος του δευτερογενούς τομέα
  2. μικρού ή μέσου μεγέθους παραγωγική μονάδα του δευτερογενούς τομέα
    είχε μια μικρή βιοτεχνία ρούχων και απασχολούσε 10 εργαζόμενους

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία