βιοτεχνία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- βιοτεχνία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική biotechnie < βιο- + -τεχνία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβιοτεχνία θηλυκό
- παραγωγικός κλάδος του δευτερογενούς τομέα
- μικρού ή μέσου μεγέθους παραγωγική μονάδα του δευτερογενούς τομέα
- είχε μια μικρή βιοτεχνία ρούχων και απασχολούσε 10 εργαζόμενους