βιομηχανία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- βιομηχανία < [1]→ λείπει η ετυμολογία
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /vi.o.mi.xaˈni.a/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβιομηχανία θηλυκό
- τομέας παραγωγής προϊόντων που γίνεται κυρίως με τη χρήση μηχανών για την κατεργασία ή μεταποίηση πρώτων υλών
Συγγενικά
επεξεργασία- βιομηχανικός
- βιομήχανος
- (Χρειάζεται επεξεργασία)
Σύνθετα
επεξεργασία- Νεοελληνικές λέξεις με συνθετικό 'βιομηχανία' στο Βικιλεξικό
- Όροι με βιομηχαν- — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)
Μεταφράσεις
επεξεργασία βιομηχανία
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ βιομηχανία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | βιομηχανίᾱ | αἱ | βιομηχανίαι | ||||
γενική | τῆς | βιομηχανίᾱς | τῶν | βιομηχανιῶν | ||||
δοτική | τῇ | βιομηχανίᾳ | ταῖς | βιομηχανίαις | ||||
αιτιατική | τὴν | βιομηχανίᾱν | τὰς | βιομηχανίᾱς | ||||
κλητική ὦ! | βιομηχανίᾱ | βιομηχανίαι | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | βιομηχανίᾱ | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | βιομηχανίαιν | ||||||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- βιομηχανία (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική βιομήχαν(ος) + -ία < βιο- + μηχανή
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβιομηχανία θηλυκό
- (ελληνιστική κοινή) δεξιότητα εξασφάλισης για τα απαραίτητα, για τα αναγκαία για της ζωής
Πηγές
επεξεργασία- βιομηχανία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.