βιομηχανικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- βιομηχανικός < βιομηχαν(ία) + -ικός [1]
Επίθετο
επεξεργασίαβιομηχανικός, -ή, -ό
- που αναφέρεται στη βιομηχανία ή στο βιομήχανο, ανήκει ή σχετίζεται μαζί τους
- ⮡ ο βιομηχανικός κόσμος της Ελλάδας άκουσε με προσοχή τις ανακοινώσεις του πρωθυπουργού για τη νέα βιομηχανική πολιτική της χώρας στην επόμενη δεκαετία
- που έχει ως χαρακτηριστικό ή σχετίζεται με τη μαζική παραγωγή από τη βιομηχανία, που χαρακτηρίζεται από την παραγωγή μεγάλης κλίμακας ή αναφέρεται σε αυτήν
- ⮡ η βιομηχανική επεξεργασία της ζάχαρης μειώνει σημαντικά το κόστος παραγωγής του παραγόμενου προϊόντος
- που έχει πολλές βιομηχανικές μονάδες, πολλά εργοστάσια
- ⮡ όταν φτάσαμε εκεί, αντικρίσαμε ένα εντυπωσιακό βιομηχανικό τοπίο, μια ολόκληρη κοιλάδα γεμάτη από τσιμινιέρες εργοστασίων
- ⮡ οι βιομηχανικές κοινωνίες του σήμερα όλο και περιορίζονται, ενώ αυξάνονται οι κοινωνίες που στηρίζονται οικονομικά στην παροχή υπηρεσιών
Μεταφράσεις
επεξεργασία βιομηχανικός
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ βιομηχανικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας