κλίμακα
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κλίμακα | οι | κλίμακες |
γενική | της | κλίμακας | των | κλιμάκων |
αιτιατική | την | κλίμακα | τις | κλίμακες |
κλητική | κλίμακα | κλίμακες | ||
όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- κλίμακα < αρχαία ελληνική κλῖμαξ
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈkli.ma.ka/
- συλλαβισμός : κλί‐μα‐κα
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
κλίμακα θηλυκό
- η σκάλα
- (μουσική) σειρά από μουσικούς ήχους/νότες που ο αριθμός τους ποικίλει από κλίμακα σε κλίμακα, και την οποία χρησιμοποιούν οι μουσικοί κάθε λαού ως βάση για την δημιουργία της μουσικής και των τραγουδιών τους
- (γεωγραφία) αριθμητικό κλάσμα που εκφράζει την αναλογία ανάμεσα στις διαστάσεις που απεικονίζονται σε έναν χάρτη και τις πραγματικές
- ο χάρτης είναι σε κλίμακα 1:50 000, δηλαδή 1 εκατοστόμετρο στο χάρτη απεικονίζει 500 μέτρα στην πραγματικότητα
Επεξεργασία
ΣύνθεταΕπεξεργασία
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
- (μουσική): σκάλα
Πολυλεκτικοί όροιΕπεξεργασία
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
- κλίμακα στη Βικιπαίδεια
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
σκάλα
→ δείτε τη λέξη σκάλα |
κλίμακα στη μουσική