Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

βιομηχανικά < βιομηχανικός

  Επίρρημα επεξεργασία

βιομηχανικά

  1. με βιομηχανικό τρόπο, από μια βιομηχανία
    η ουσία αυτή κατασκευάζεται βιομηχανικά με μεθόδους της μοριακής τεχνολογίας

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

βιομηχανικά