βιομηχανικά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαβιομηχανικά < βιομηχανικός
Επίρρημα
επεξεργασίαβιομηχανικά
- με βιομηχανικό τρόπο, από μια βιομηχανία
- η ουσία αυτή κατασκευάζεται βιομηχανικά με μεθόδους της μοριακής τεχνολογίας
Μεταφράσεις
επεξεργασία βιομηχανικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαβιομηχανικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του βιομηχανικό