βιομήχανος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο/η | βιομήχανος | οι | βιομήχανοι |
γενική | του/της του |
βιομηχάνου βιομήχανου |
των | βιομηχάνων & βιομήχανων |
αιτιατική | τον/τη | βιομήχανο | τους/τις τους |
βιομηχάνους βιομήχανους |
κλητική | βιομήχανε | βιομήχανοι | ||
Ο δεύτερος τύπος της γενικής ενικού και αιτιατικής πληθυντικού, μόνο για το αρσενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «βιομήχανος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- βιομήχανος < αρχαία ελληνική βιομήχανος, (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική industriel
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβιομήχανος αρσενικό ή θηλυκό
Σύνθετα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαβιομήχανος < βίος + -ο- + μηχανή + -ος (< μῆχος)
Επίθετο
επεξεργασίαβιομήχανος, -ος, -ον
- που είναι ικανός να βρει ή να φτιάξει ό,τι χρειάζεται, για να ζήσει
- ※ Καὶ ὁ γνάφαλος καλούμενος τήν τε φωνὴν ἔχει ἀγαθὴν καὶ τὸ χρῶμα καλός, καὶ βιομήχανος, καὶ τὸ εἶδος εὐπρεπής. Δοκεῖ δ' εἶναι ξενικὸς ὄρνις· (Αριστοτέλης, Τῶν περὶ τὰ ζῷα ἱστοριῶν, 616b)
Πηγές
επεξεργασία- βιομήχανος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.