βιομήχανος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο/η | βιομήχανος | οι | βιομήχανοι |
γενική | του/της του |
βιομηχάνου βιομήχανου |
των | βιομηχάνων & βιομήχανων |
αιτιατική | τον/τη | βιομήχανο | τους/τις τους |
βιομηχάνους βιομήχανους |
κλητική | βιομήχανε | βιομήχανοι | ||
Ο δεύτερος τύπος της γενικής ενικού και αιτιατικής πληθυντικού, μόνο για το αρσενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «βιομήχανος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- βιομήχανος < αρχαία ελληνική βιομήχανος, (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική industriel
Ουσιαστικό
επεξεργασία
βιομήχανος αρσενικό ή θηλυκό
Σύνθετα
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
βιομήχανος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία
- βιομήχανος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.