βιομήχανος
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο/η | βιομήχανος | οι | βιομήχανοι |
γενική | του/της του |
βιομηχάνου βιομήχανου |
των | βιομηχάνων & βιομήχανων |
αιτιατική | τον/τη | βιομήχανο | τους/τις τους |
βιομηχάνους βιομήχανους |
κλητική | βιομήχανε | βιομήχανοι | ||
Ο δεύτερος τύπος της γενικής ενικού και αιτιατικής πληθυντικού, μόνο για το αρσενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «βιομήχανος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- βιομήχανος < αρχαία ελληνική βιομήχανος, (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική industriel
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
βιομήχανος αρσενικό ή θηλυκό
ΣύνθεταΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
βιομήχανος < βίος + -ο- + μηχανή + -ος (< μῆχος)
ΕπίθετοΕπεξεργασία
βιομήχανος