ό,τι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- ό,τι < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ὅ τι (και ὅ,τι)[1], ουδέτερο του ὅστις
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈo.ti/
- ομόηχο: ότι στη σημασία «μόλις» (ότι#Προφορά 2))
Αντωνυμία
επεξεργασία
ό,τι ουδέτερο (αναφορική αντωνυμία)
- οτιδήποτε
Θα κάνω ό⸒τι θέλεις
Ό,τι κι αν σου πω, δε θα με πιστέψεις.
- αυτό που
ό,τι σου λέω είναι αλήθεια
ό,τι να 'ναι
- όποιος, οποιοσδήποτε (στην περίπτωση αυτή, ενώ η αντωνυμία είναι ουδετέρου γένους, συχνά συνοδεύει αρσενικά ή θηλυκά ουσιαστικά)
Ό,τι άνθρωπος και να 'σαι, δεν αντέχεις τέτοια θηριωδία. (όποιον χαρακτήρα κι αν έχεις)
Θα κάνω ό,τι δουλειά θέλεις. (όποια δουλειά, οποιαδήποτε δουλειά)
Σημειώσεις
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ ό,τι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας