ζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΕτυμολογία 1
επεξεργασία- ζω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ζῶ, συνηρημένος τύπος του ζώω / ζήω
Ρήμα
επεξεργασίαζω, πρτ.: ζούσα, στ.μέλλ.: θα ζήσω, αόρ.: έζησα
- βρίσκομαι στη ζωή, διατηρούμαι στη ζωή
- διαρκώ
- κατοικώ, διαμένω
- ⮡ πού ζεις τώρα;
- εξοικονομώ τα απαραίτητα για τη ζωή
- ⮡ με τέτοιο μισθό 'ζει πλουσιοπάροχα
- κινούμαι σε συγκεκριμένα (πραγματικά ή φανταστικά) πλαίσια
- ⮡ ζει σε μια πλάνη
- επιμένω σε ορισμένα πρότυπα ή τρόπους σκέψεις
- ⮡ κάνει σα να ζούμε στο Μεσαίωνα!
- περνώ τη ζωή μου με ορισμένο τρόπο
- ⮡ ζούσαν με λιτότητα
- βιώνω, αποκτώ εμπειρίες
- ⮡ μαζί σου ζω ό,τι έψαχνα
- συντηρώ κάποιον, στηρίζοντάς τον οικονομικά
- ⮡ από μένα περιμένει να τη ζήσω
Εκφράσεις
επεξεργασία- ευ ζην
- ζει και βασιλεύει και τον κόσμο κυριεύει
- ζήσε Μάη μου να φας τριφύλλι
- ζω και βασιλεύω
- ζω με αέρα
- ζω στον κόσμο μουδεν έχω επαφή με την πραγματικότητα
- κι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα (στερεότυπο κλείσιμο των παραμυθιών)
- να μου ζήσεις: για κάτι που έκανε κάποιος και μας ευχαρίστησε
- να ζήσετε: ευχή σε νεόνυμφους για μακροχρόνια κι ευτυχισμένη κοινή ζωή
Συγγενικά
επεξεργασία ετυμολογικό πεδίο
ζω-
ζω-
- αζωικός
- άζωος
- άζωτο
- αναζωογονώ & συγγενικά
- αποζώ & συγγενικά
- ενζωοτία
- επιζώ & συγγενικά
- ευζωία
- ζην
- ζήση
- ζήτω
- ζωή & σύνθετα
- ζωηρός & συγγενικά
- ζωηφόρος
- ζωικός & σύνθετα
- ζώο & συγγενικά (ζωώδης)
- ζωο- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα ζωο- στο Βικιλεξικό
- ζων, ζώντες (μετοχή)
- ζωντανός & συγγενικά
- ζωντόβολο
- ζωογονώ & συγγενικά
- ζωτικός
- ηωζωικός
- κακοζωισμένος
- καλοζωία
- καλοζωισμένος
- μακροζωία
- ολιγόζωος
- πολυζωία
- συζώ & συγγενικά
- υλοζωισμός
- υλοζωιστής
- φιλοζωία
- φιλόζωος
- χαμοζωή
- ωοζωοτοκία
- ωοζωοτόκος
Μεταφράσεις
επεξεργασία ζω
|
Ετυμολογία 2
επεξεργασία- ζω < Ζ (το έκτο γράμμα του αλφαβήτου) + ω (προκειμένου να διευκολυνθεί η ανάγνωση)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαζω ουδέτερο άκλιτο
- (βυζαντινή μουσική) ο πρώτος από τους εφτά φθόγγους της βυζαντινής μουσικής κλίμακας που αντιστοιχεί στο σι της ευρωπαϊκής