Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
δεξιότητα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Ουσιαστικό
1.3.1
Σύνθετα
1.3.2
Ταυτόσημο
1.3.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
δεξιότητ
α
οι
δεξιότητ
ες
γενική
της
δεξιότητ
ας
των
δεξιοτήτ
ων
αιτιατική
τη
δεξιότητ
α
τις
δεξιότητ
ες
κλητική
δεξιότητ
α
δεξιότητ
ες
Κατηγορία
όπως «
σάλπιγγα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
δεξιότητα
<
αρχαία ελληνική
δεξιότης
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
ðe.ksiˈo.ti.ta
/
Ουσιαστικό
επεξεργασία
δεξιότητα
θηλυκό
επίκτητη
ικανότητα
η οποία αποκτάται με την
εξάσκηση
σε κάποιον τομέα
Σύνθετα
επεξεργασία
επιδεξιότητα
Ταυτόσημο
επεξεργασία
δεξιότης
Μεταφράσεις
επεξεργασία
δεξιότητα
αγγλικά
:
skill
(en)
γαλλικά
:
dextérité
(fr)
,
habileté
(fr)
,
capacité
(fr)
,
compétence
(fr)
γερμανικά
:
Geschicklichkeit
(de)
,
Kompetenz
(de)