ενικός         πληθυντικός  
skill skills

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

skill (en)

  1. (μη μετρήσιμο) η επιδεξιότητα, η δεξιότητα, η ικανότητα να κάνω κάτι καλά
    ⮡  He wields the sword with great skill.
    Χειρίζεται το σπαθί με μεγάλη επιδεξιότητα.
    ⮡  He conducted the negotiations with a lot of skill.
    Διεξήγαγε τις διαπραγματεύσεις με μεγάλη επιδεξιότητα/δεξιότητα.
  2. η ικανότητα, η δεξιότητα, μια συγκεκριμένη ικανότητα ή είδος ικανότητας
    ⮡  an acquired/innate/exceptional/rare/special skill - επίκτητη/έμφυτη/εξαιρετική/σπάνια/ιδιαίτερη ικανότητα
    ⮡  He is a man gifted with many skills.
    Είναι άνθρωπος προικισμένος με πολλές ικανότητες.
    ⮡  She’s showing off her skills.
    Κάνει επίδειξη των ικανοτήτων της.
    ⮡  a child with many skills - παιδί με πολλές δεξιότητες
    ⮡  Weightlifting is one of the greatest skills-based athletic activities that one can do.
    Η άρση βαρών είναι μία από τις υψηλότερες αθλητικές δραστηριότητες βασισμένες σε δεξιότητες που μπορεί να κάνει κανείς.

Συνώνυμα

επεξεργασία