Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
talent
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Δείτε επίσης
:
Talent
Πίνακας περιεχομένων
1
Αγγλικά
(en)
1.1
Ουσιαστικό
1.1.1
Συγγενικά
1.2
Πηγές
2
Γαλλικά
(fr)
2.1
Προφορά
2.2
Ουσιαστικό
2.2.1
Συγγενικά
Αγγλικά
(en)
επεξεργασία
ενικός
πληθυντικός
talent
talents
Ουσιαστικό
επεξεργασία
talent
(en)
(
μετρήσιμο
και
μη
μετρήσιμο
)
το
ταλέντο
, φυσική ικανότητα να κάνει κάτι καλά
⮡
a woman with many
talents
- γυναίκα με πολλά
ταλέντα
≈
συνώνυμα
:
→
δείτε
τη
λέξη
skill
(
μετρήσιμο
και
μη
μετρήσιμο
)
το
ταλέντο
, άτομο με φυσική ικανότητα να κάνει κάτι καλά
⮡
This musician is a great
talent
.
Ο μουσικός αυτός είναι μεγάλο
ταλέντο
.
Συγγενικά
επεξεργασία
talented
Πηγές
επεξεργασία
talent
-
Oxford Learner's Dictionaries
Γαλλικά
(fr)
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
ⓘ
(
βοήθεια
·
αρχείο
)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός
πληθυντικός
talent
talents
talent
(fr)
αρσενικό
τάλαντο
ταλέντο
Συγγενικά
επεξεργασία
talentueux
-
talentueuse