talent
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
talent | talents |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαtalent (en)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) το ταλέντο, φυσική ικανότητα να κάνει κάτι καλά
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) το ταλέντο, άτομο με φυσική ικανότητα να κάνει κάτι καλά
- ⮡ This musician is a great talent.
- Ο μουσικός αυτός είναι μεγάλο ταλέντο.
- ⮡ This musician is a great talent.
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
talent | talents |
talent (fr) αρσενικό