Δείτε επίσης: Talent

Αγγλικά (en) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
talent talents

  Ουσιαστικό επεξεργασία

talent (en)

  1. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) το ταλέντο, φυσική ικανότητα να κάνει κάτι καλά
    a woman with many talents - γυναίκα με πολλά ταλέντα
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη skill
  2. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) το ταλέντο, άτομο με φυσική ικανότητα να κάνει κάτι καλά
    This musician is a great talent.
    Ο μουσικός αυτός είναι μεγάλο ταλέντο.

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία



Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
talent talents

talent (fr) αρσενικό

  1. τάλαντο
  2. ταλέντο

Συγγενικά επεξεργασία