talented
Αγγλικά (en) επεξεργασία
παραθετικά | |
θετικός | talented |
συγκριτικός | more talented |
υπερθετικός | most talented |
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
talented (en)
- ταλαντούχος
- ↪ a talented, young man - ένας ταλαντούχος, νεαρός άντρας
παραθετικά | |
θετικός | talented |
συγκριτικός | more talented |
υπερθετικός | most talented |
talented (en)