Προφορά

επεξεργασία
 

  Αντωνυμία

επεξεργασία

most (en) (υπερθετικός βαθμός του much, many, a lot)

  1. (με άρθρο) ο περισσότερος, δηλώνει το μεγαλύτερο ποσό
    ⮡  Peter has five cookies; he has the most.
    Ο Πέτρος έχει πέντε μπισκότα· έχει τα περισσότερα.
  2. (χωρίς άρθρο) ο περισσότερος, δηλώνει πλειοψηφία
    ⮡  Most hate him.
    Οι περισσότεροι τον μισούν.
    ⮡  Most of the time I am right.
    Τις περισσότερες φορές έχω δίκιο.
    ⮡  There’s a lot of snow, but it’s hot and most of it will melt.
    Έχει πολύ χιόνι, αλλά κάνει ζέστη και το περισσότερο/το πιο πολύ θα λιώσει.

  Επίρρημα

επεξεργασία

most (en) (χωρίς παραθετικά)

  1. ο πιο, πάρα πολύ, -ότατα, -έστατα, χρησιμοποιείται για να σχηματίσει τον υπερθετικό των περισσότερων επιθέτων και επιρρημάτων με δύο ή περισσότερες συλλαβές
    ⮡  the most powerful/beautiful/famous/suitable
    ο πιο δυνατός/ωραίος/ονομαστός/κατάλληλος
    ⮡  most carefully - πάρα πολύ προσεχτικά
    ⮡  most beautifully - ωραιότατα/πολύ ωραία
    ⮡  most expensively - πολύ ακριβά
    ⮡  most leniently - επιεικέστατα/πολύ επιεικώς
  2. περισσότερο (από όλλους), πολύ, στον μέγιστο βαθμό
    ⮡  I love him most (of all).
    Τον αγαπώ περισσότερο απ' όλους.
    ⮡  most of all likely - πολύ πιθανόν
    ⮡  What’s bothering you (the) most?
    Τι σε βασανίζει περισσότερο;
    ⮡  What pleased me most was that…
    Εκείνο που με ευχαρίστησε περισσότερο απ' όλα ήταν…
  3. (επίσημο) πάρα πολύ
    ⮡  a most useful book - ένα πάρα πολύ χρήσιμο βιβλίο
    ⮡  This is most interesting.
    Αυτό είναι πάρα πολύ ενδιαφέρον.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη extremely
  4. (ανεπίσημο, αμερικανική σημασία) σχεδόν
    ⮡  I go to the store most every day.
    Πηγαίνω στο μαγαζί σχεδόν κάθε μέρα.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη almost

most (en) (υπερθετικός βαθμός του much, many, a lot)

  1. (συνήθως με άρθρο) ο περισσότερος, δηλώνει το μεγαλύτερο ποσό
    ⮡  Who made the most mistakes?
    Ποιος έκανε τα περισσότερα λάθη;
    ⮡  Who got (the) most votes?
    Ποιος κέρδισε τις περισσότερες ψήφους;
  2. (χωρίς άρθρο) ο περισσότερος, δηλώνει πλειοψηφία
    ⮡  Most people are kind.
    Οι περισσότεροι άνθρωποι είναι ευγενικοί.
    ⮡  It rained most days.
    Τις περισσότερες μέρες έβρεχε.
    ⮡  He lived most of his life in a foreign land.
    Έζησε τα περισσότερα χρόνια της ζωής του στην ξενιτιά.
    ⮡  I was sick (for) most of the summer.
    Ήμουν άρρωστος το μεγαλύτερο μέρος του καλοκαιριού.

Συγγενικά

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία

most < πρωτοσλαβική mostъ

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

most (bs) αρσενικό



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

most (ca) αρσενικό



  Ετυμολογία

επεξεργασία

most < πρωτοσλαβική mostъ

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

most (hr) αρσενικό



  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

most (nl)



  Ετυμολογία

επεξεργασία

most < πρωτοσλαβική mostъ

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /mɔst/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

most (pl) αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

most (sr)

  • λατινική γραφή του мост



  Ετυμολογία

επεξεργασία

most < πρωτοσλαβική mostъ

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

most (sk) αρσενικό



  Ετυμολογία

επεξεργασία

most < πρωτοσλαβική mostъ

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

most (sl) αρσενικό



  Ετυμολογία

επεξεργασία

most < πρωτοσλαβική mostъ

  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

most (cs) αρσενικό