most
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΑντωνυμία
επεξεργασίαmost (en) (υπερθετικός βαθμός του much, many, a lot)
- (με άρθρο) ο περισσότερος, δηλώνει το μεγαλύτερο ποσό
- ⮡ Peter has five cookies; he has the most.
- Ο Πέτρος έχει πέντε μπισκότα· έχει τα περισσότερα.
- ⮡ Peter has five cookies; he has the most.
- (χωρίς άρθρο) ο περισσότερος, δηλώνει πλειοψηφία
- ⮡ Most hate him.
- Οι περισσότεροι τον μισούν.
- ⮡ Most of the time I am right.
- Τις περισσότερες φορές έχω δίκιο.
- ⮡ There’s a lot of snow, but it’s hot and most of it will melt.
- Έχει πολύ χιόνι, αλλά κάνει ζέστη και το περισσότερο/το πιο πολύ θα λιώσει.
- ⮡ Most hate him.
Επίρρημα
επεξεργασίαmost (en) (χωρίς παραθετικά)
- ο πιο, πάρα πολύ, -ότατα, -έστατα, χρησιμοποιείται για να σχηματίσει τον υπερθετικό των περισσότερων επιθέτων και επιρρημάτων με δύο ή περισσότερες συλλαβές
- ⮡ the most powerful/beautiful/famous/suitable
- ο πιο δυνατός/ωραίος/ονομαστός/κατάλληλος
- ⮡ most carefully - πάρα πολύ προσεχτικά
- ⮡ most beautifully - ωραιότατα/πολύ ωραία
- ⮡ most expensively - πολύ ακριβά
- ⮡ most leniently - επιεικέστατα/πολύ επιεικώς
- ⮡ the most powerful/beautiful/famous/suitable
- περισσότερο (από όλλους), πολύ, στον μέγιστο βαθμό
- ⮡ I love him most (of all).
- Τον αγαπώ περισσότερο απ' όλους.
- ⮡ most of all likely - πολύ πιθανόν
- ⮡ What’s bothering you (the) most?
- Τι σε βασανίζει περισσότερο;
- ⮡ What pleased me most was that…
- Εκείνο που με ευχαρίστησε περισσότερο απ' όλα ήταν…
- ⮡ I love him most (of all).
- (επίσημο) πάρα πολύ
- (ανεπίσημο, αμερικανική σημασία) σχεδόν
most (en) (υπερθετικός βαθμός του much, many, a lot)
- (συνήθως με άρθρο) ο περισσότερος, δηλώνει το μεγαλύτερο ποσό
- ⮡ Who made the most mistakes?
- Ποιος έκανε τα περισσότερα λάθη;
- ⮡ Who got (the) most votes?
- Ποιος κέρδισε τις περισσότερες ψήφους;
- ⮡ Who made the most mistakes?
- (χωρίς άρθρο) ο περισσότερος, δηλώνει πλειοψηφία
- ⮡ Most people are kind.
- Οι περισσότεροι άνθρωποι είναι ευγενικοί.
- ⮡ It rained most days.
- Τις περισσότερες μέρες έβρεχε.
- ⮡ He lived most of his life in a foreign land.
- Έζησε τα περισσότερα χρόνια της ζωής του στην ξενιτιά.
- ⮡ I was sick (for) most of the summer.
- Ήμουν άρρωστος το μεγαλύτερο μέρος του καλοκαιριού.
- ⮡ Most people are kind.
Συγγενικά
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- most (determiner, pronoun) - Oxford Learner's Dictionaries
- most (adverb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 690, 721-722. ISBN 9780194325684., λήμμα: περισσότερος, πολύ
Βοσνιακά (bs)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαmost < πρωτοσλαβική mostъ
Ουσιαστικό
επεξεργασίαmost (bs) αρσενικό
- η γέφυρα
Καταλανικά (ca)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαmost (ca) αρσενικό
- ο μούστος
Κροατικά (hr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαmost < πρωτοσλαβική mostъ
Ουσιαστικό
επεξεργασίαmost (hr) αρσενικό
- η γέφυρα
Ολλανδικά (nl)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαmost (nl)
- ο μούστος
Πολωνικά (pl)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαmost < πρωτοσλαβική mostъ
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαmost (pl) αρσενικό
- η γέφυρα
Συγγενικά
επεξεργασία
Σερβικά (sr)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαmost (sr)
- λατινική γραφή του мост
Σλοβακικά (sk)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαmost < πρωτοσλαβική mostъ
Ουσιαστικό
επεξεργασίαmost (sk) αρσενικό
- η γέφυρα
Σλοβενικά (sl)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαmost < πρωτοσλαβική mostъ
Ουσιαστικό
επεξεργασίαmost (sl) αρσενικό
- η γέφυρα
Τσεχικά (cs)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαmost < πρωτοσλαβική mostъ
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαmost (cs) αρσενικό
- η γέφυρα