↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο -έστατος η -έστατη το -έστατο
      γενική του -έστατου της -έστατης του -έστατου
    αιτιατική τον -έστατο τη(ν) -έστατη το -έστατο
     κλητική -έστατε -έστατη -έστατο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι -έστατοι οι -έστατες τα -έστατα
      γενική των -έστατων των -έστατων των -έστατων
    αιτιατική τους -έστατους τις -έστατες τα -έστατα
     κλητική -έστατοι -έστατες -έστατα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
-έστατος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική -έστατος

  Επίθημα

επεξεργασία

-έστατος, -η, -ο

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική -έστατος -εστάτη τὸ -έστατον
      γενική τοῦ -εστάτου τῆς -εστάτης τοῦ -εστάτου
      δοτική τῷ -εστάτ τῇ -εστάτ τῷ -εστάτ
    αιτιατική τὸν -έστατον τὴν -εστάτην τὸ -έστατον
     κλητική ! -έστατε -εστάτη -έστατον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ -έστατοι αἱ -έσταται τὰ -έστατ
      γενική τῶν -εστάτων τῶν -εστάτων τῶν -εστάτων
      δοτική τοῖς -εστάτοις ταῖς -εστάταις τοῖς -εστάτοις
    αιτιατική τοὺς -εστάτους τὰς -εστάτᾱς τὰ -έστατ
     κλητική ! -έστατοι -έσταται -έστατ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ -εστάτω τὼ -εστάτ τὼ -εστάτω
      γεν-δοτ τοῖν -εστάτοιν τοῖν -εστάταιν τοῖν -εστάτοιν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'μέγιστος' όπως «μέγιστος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
-έστατος < λείπει η ετυμολογία

  Επίθημα

επεξεργασία

-έστατος, -η, -ο

Δείτε επίσης

επεξεργασία