μονολεκτικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μονολεκτικός (μαρτυρείται από το 1871)[1] < μονο- + λεκ- (λέξη) + -τικός [2] όπως λεκτικός, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική d'un mot
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /mo.no.le.ktiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μο‐νο‐λε‐κτι‐κός
Επίθετο
επεξεργασίαμονολεκτικός, -ή, -ό
- που αποτελείται από μία μόνο λέξη
- ⮡ Παρακαλώ να δίνετε μόνο μονολεκτικές απαντήσεις, ένα «ναι» ή ένα «όχι» αρκεί.
- άλλες μορφές: μονολεχτικός [3]
Αντώνυμα
επεξεργασία- περιφραστικός
- → δείτε και τη λέξη πολυλεκτικός
Συγγενικά
επεξεργασία- μονολεκτικά (επίρρημα)
- μονολεκτικώς (επίρρημα)
→ και δείτε τις λέξεις λεκτικός και λέω
Μεταφράσεις
επεξεργασία μονολεκτικός
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σελ. 669, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
- ↑ μονολεκτικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.