• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

μονο-

  • Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Πρόθημα
      • 1.2.1 Σύνθετα
      • 1.2.2 Δείτε επίσης

Ελληνικά (el) Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

μονο- < μεσαιωνική ελληνική μονο- < αρχαία ελληνική μον(ο)-, θέμα του μονός

  ΠρόθημαΕπεξεργασία

μονο-, μονό- και μον-

  • αντικαθιστά ως πρώτο συνθετικό λέξεων το απόλυτο αριθμητικό ένας

ΣύνθεταΕπεξεργασία

  • μονάκριβος
  • μονογαμία
  • μονοδιάστατος
  • μονοκατοικία
  • μονόφθαλμος
  • μονόπετρο
  • μονόχρωμος
  • μονύελο

Δείτε επίσηςΕπεξεργασία

  • δι-, διπλο-
  • τρι-
  • τετρα-
  • πεντα-
  • χιλιο-
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=μονο-&oldid=4061873"
Τελευταία επεξεργασία στις 9 Αυγούστου 2019, στις 19:53

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 9 Αυγούστου 2019, στις 19:53.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie