διπλο-
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- διπλο- < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική διπλο- < διπλ(ός) + -ο- < ελληνιστική κοινή διπλο- < διπλός < αρχαία ελληνική διπλόος / διπλοῦς < δίς < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *dwís
Προφορά
επεξεργασία
Πρόθημα
επεξεργασία
διπλο-, διπλο- (& διπλ- πριν από φωνήεν_
- α' συνθετικό λέξεων που δηλώνουν
- επανάληψη, διπλασιασμό
- (ειδικά για τρόφιμα): επανάληψη κατεργασίας[1]
- δεύτερη, εναλλακτική ή παράλληλη εκδοχή
- επιτακτική επανάληψη, ή υπερβολικό βαθμό
- επανάληψη, διπλασιασμό
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- δι-
- -διπλος
- → δείτε τις λέξεις διπλασιάζω και δύο
- λέξεις με πρόθημα διπλο- στο Βικιλεξικό
Δείτε επίσης
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ Σημείωση: διπλοκαπνιστός, ή οι πιο οικείοι όροι διπλοφουρνιστός, διπλογεμιστός. Στη Βόρεια Ελλάδα (στον Έβρο) χρησιμοποιούνται και όροι όπως διπλοριγανάτος (με διπλή δόση ρίγανης), διπλοπλουμιστός (υπερβολικά στολισμένος), διπλοβουτυρένιος (με διπλή δόση βουτύρου), διπλογλασάτος (με διπλή δόση γλάσου για γλυκίσματα).