Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

διπλοκλειδώνω < διπλο- + κλειδώνω

  Ρήμα επεξεργασία

διπλοκλειδώνω

Δείτε επίσης επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία