πόρτα
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πόρτα | οι | πόρτες |
γενική | της | πόρτας | των | πορτών |
αιτιατική | την | πόρτα | τις | πόρτες |
κλητική | πόρτα | πόρτες | ||
όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- πόρτα < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή πόρτα < λατινική porta (πύλη) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *per- (διαπερνώ)
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
πόρτα θηλυκό
- κατασκευή, συνήθως ξύλινη ή μεταλλική, που προσαρμόζεται στην είσοδο κτιρίου, δωματίου ή ακάλυπτου περιφραγμενου χώρου, την οποία μπορεί κανείς να ανοίγει ή να κλείνει
- η πόρτα της κουζίνας
- (γενικότερα) η κατασκευή που προσαρμόζεται στην είσοδο οχήματος, ώστε να μπορεί κανείς να την ανοίγει ή να την κλείνει
- η πόρτα του αυτοκινήτου
- (αργκό) το προσωπικό που κάνει έλεγχο στην είσοδο κέντρου διασκεδάσεως και η αντίστοιχη θέση εργασίας
- (τάβλι) το να υπάρχουν δύο τουλάχιστον πούλια σε μία θέση, ή ένα στην περίπτωση του «φεύγα» και του «γκιουλ»
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- τρώω πόρτα: δε μου επιτρέπουν να μπω (συνήθως για είσοδο σε κέντρο διασκέδασης)
Επεξεργασία
Επεξεργασία
ΣύνθεταΕπεξεργασία
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
πόρτα
Κλιτικός τύπος ουσιαστικούΕπεξεργασία
πόρτα ουδέτερο
- πόρτο, στην ονομαστική, την αιτιατική και την κλητική του πληθυντικού