Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κερκόπορτα οι κερκόπορτες
      γενική της κερκόπορτας των κερκοπορτών
    αιτιατική την κερκόπορτα τις κερκόπορτες
     κλητική κερκόπορτα κερκόπορτες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κερκόπορτα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κερκόπορτα < αρχαία ελληνική κέρκος[1] (ουρά ζώου, πίσω μέρος) + πόρτα: πίσω πόρτα, παραπόρτι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κερκόπορτα θηλυκό

  1. (μεταφορικά) αδύνατο σημείο άμυνας (από την ονομασία της ομώνυμης πύλης στα τείχη της Κωνσταντινούπολης)
  2. (μεταφορικά) αδύνατο σημείο που μπορεί να φέρει την καταστροφή ή τη διάλυση

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. το α’ συνθετικό θα μπορούσε να είναι < λατινική quercus (δρυς)