κερκόπορτα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κερκόπορτα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κερκόπορτα < αρχαία ελληνική κέρκος[1] (ουρά ζώου, πίσω μέρος) + πόρτα: πίσω πόρτα, παραπόρτι
Ουσιαστικό επεξεργασία
κερκόπορτα θηλυκό
- (μεταφορικά) αδύνατο σημείο άμυνας (από την ονομασία της ομώνυμης πύλης στα τείχη της Κωνσταντινούπολης)
- (μεταφορικά) αδύνατο σημείο που μπορεί να φέρει την καταστροφή ή τη διάλυση
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
κερκόπορτα
|