αδύνατο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /aˈði.na.to/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐δύ‐να‐το
- τονικό παρώνυμο: αδυνατώ
- παρώνυμο: αδύναμο
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
αδύνατο
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του αδύνατος
- (σε απρόσωπη ρηματική έκφραση) είναι αδύνατο(ν): δεν μπορεί να συμβεί
- ↪ Είναι αδύνατο να έγινε τέτοιο πράγμα και να μην πήρα είδηση.
Αντώνυμα επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- ἀδύνατον (παλιότερη μορφή)