Δείτε επίσης: αδύναμο, αδυνατώ, ἀδυνατῶ

Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

αδύνατο

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του αδύνατος
  2. (σε απρόσωπη ρηματική έκφραση) είναι αδύνατο(ν): δεν μπορεί να συμβεί
      Είναι αδύνατο να έγινε τέτοιο πράγμα και να μην πήρα είδηση.

Αντώνυμα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία