Δείτε επίσης: αδύναμο, αδυνατώ, ἀδυνατῶ

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /aˈði.na.to/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐δύ‐να‐το
τονικό παρώνυμο: αδυνατώ
παρώνυμο: αδύναμο

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

αδύνατο

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του αδύνατος
  2. (σε απρόσωπη ρηματική έκφραση) είναι αδύνατο(ν): δεν μπορεί να συμβεί
    Είναι αδύνατο να έγινε τέτοιο πράγμα και να μην πήρα είδηση.

Αντώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία