Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

μπορεί

  1. γ' ενικό πρόσωπο οριστικής ενεστώτα του ρήματος μπορώ
  2. (απροσώπως + υποτακτική) υπάρχει η πιθανότητα ή η δυνατότητα να γίνει κάτι
    μπορεί να βρέξει αύριο
    Δεν μπορεί να έγινε τέτοιο πράγμα!