μπορεί
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαμπορεί
- γ' ενικό πρόσωπο οριστικής ενεστώτα του ρήματος μπορώ
- (απροσώπως + υποτακτική) υπάρχει η πιθανότητα ή η δυνατότητα να γίνει κάτι
- μπορεί να βρέξει αύριο
- Δεν μπορεί να έγινε τέτοιο πράγμα!