Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

μπορεί

  1. γ΄ πρόσωπο ενικού οριστικής ενεργητικού ενεστώτα του μπορώ
  2. (απροσώπως με υποτακτική) υπάρχει η πιθανότητα ή η δυνατότητα να γίνει κάτι
    παράδειγμα  Μπορεί να βρέξει αύριο.
    παράδειγμα  Δεν μπορεί να έγινε τέτοιο πράγμα!
     συνώνυμα: γίνεται, ενδέχεται, είναι δυνατόν