μπορεί
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /boˈɾi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μπο‐ρεί
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
μπορεί
- γ΄ πρόσωπο ενικού οριστικής ενεργητικού ενεστώτα του μπορώ
- (απροσώπως με υποτακτική) υπάρχει η πιθανότητα ή η δυνατότητα να γίνει κάτι