κέρκος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κέρκος | οι | κέρκοι |
γενική | της | κέρκου | των | κέρκων |
αιτιατική | την | κέρκο | τις | κέρκους |
κλητική | κέρκε | κέρκοι | ||
Κατηγορία όπως «νόσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- κέρκος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κέρκος
Ουσιαστικό επεξεργασία
κέρκος θηλυκό
Συγγενικά επεξεργασία
- άκερκος
- δίκερκος
- κερκοειδής
- κερκοπίθηκος
- κερκόπορτα
- κέρκουρος
- κερκοφόρος
- κυστίκερκος
- → δείτε τη λέξη κερκίδα
Μεταφράσεις επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | κέρκος | αἱ | κέρκοι |
γενική | τῆς | κέρκου | τῶν | κέρκων |
δοτική | τῇ | κέρκῳ | ταῖς | κέρκοις |
αιτιατική | τὴν | κέρκον | τὰς | κέρκους |
κλητική ὦ! | κέρκε | κέρκοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κέρκω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | κέρκοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «νόσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
κέρκος θηλυκό
Παράγωγα επεξεργασία
- κέρκιον (υποκοριστικό)
- κερκοπίθηκος
- κερκούριον
- κερκουρίτης
- κέρκουρος
- κερκουροσκάφη
- κερκοφόρος
- → δείτε και τη λέξη κερκίς
Διαφορετικό το κερκίων
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
- ↑ s.v. «κερκίς» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές επεξεργασία
- κέρκος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κέρκος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.