πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ράντα οι ράντες
      γενική της ράντας των ραντών
    αιτιατική τη ράντα τις ράντες
     κλητική ράντα ράντες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία 1

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ράντα θηλυκό

Συνώνυμα

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Ετυμολογία 2

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ράντα θηλυκό (οικονομία)

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Ετυμολογία 3

επεξεργασία
ράντα < τιράντα, όπου το <τι> θεωρήθηκε άρθρο στην αιτιατική τη[1]

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ράντα θηλυκό

Αναφορές

επεξεργασία
  1. 1 2 3 4 ράντα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. 1 2 3 Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)