περιοδικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- περιοδικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή περιοδικός[1] Συγχρονικά αναλύεται σε περι- + οδ(ός) + -ικός
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pe.ɾi.o.ðiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πε‐ρι‐ο‐δι‐κός
Επίθετο επεξεργασία
περιοδικός, -ή, -ό
- που επαναλαμβάνεται περιοδικά, κατά τακτά χρονικά διαστήματα
- (μαθηματικά) ο δεκαδικός αριθμός που τα ψηφία του επαναλαμβάνονται στο άπειρο, όπως ο 1/3 = 0,333...
- ≈ συνώνυμα: επαναλαμβανόμενος (περιοδικά)
- δείτε επίσης: Περιοδικός αριθμός στη Βικιπαίδεια
Αντώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- περιοδικά (επίρρημα), περιοδικώς (αρχαιοπρεπές)
- περιοδικό (ουδέτερο ουσιαστικό)
→ και δείτε τη λέξη περίοδος
Μεταφράσεις επεξεργασία
περιοδικός
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ περιοδικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- περιοδικός < αρχαία ελληνική περίοδ(ος) + -ικός
Επίθετο επεξεργασία
- περιοδικός, -ή, -όν (ελληνιστική κοινή)
- που εμφανίζεται σε τακτά διαστήματα, περιοδικός για φάσεις Σελήνης, για ώρες, για νόσους, για κείμενο
- που αποκτήθηκε κατά τη διάρκεια ταξιδιών
- (μετρική, για περιοδικό μέτρο) π.χ. εξάμετρο όπου εναλλάσσονται δάκτυλοι και σπονδείοι
Παράγωγα επεξεργασία
- περιοδικῶς (επίρρημα)
Συγγενικά επεξεργασία
- δείτε συγγενικά στο 'περίοδος'
Πηγές επεξεργασία
- περιοδικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.